- περδικοτροφεῖον
- περδῑκο-τροφεῖον, τό,A partridge-coop, Hyp.Fr.45.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περδικοτροφεῖον — partridge coop neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περδικοτροφείον — τὸ, Α [περδικοτρόφος] τόπος όπου εκτρέφονται πέρδικες … Dictionary of Greek
περδικοτροφείων — περδικοτροφεῖον partridge coop neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)